|
|||||
|
|||||
:: :: |
|||||
|
|||||
Είπε η Θεά
Είπε η Θεά Δήμητρα, δια στόματος προφήτου Οβιδίου: «Ο Ερυσίχθων φερνόταν με καταφρόνια στους Θεούς και δεν έστεργε να κάνει μια θυσία να ευφρανθούν και Αυτοί την κνίσα από τον Βωμό Τους». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Οι ασεβείς, υλιστές, ναζωραίοι εισέβαλλαν στην θεοφιλή μας γη. Αρνήθηκαν τους Θεούς. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Βέβηλος καθώς ήταν μπήκε στο δάσος μου και εκτύπαγε με κακούργο σίδερο τα δέντρα και πλήγωνε τους κορμούς που είχαν σεβαστεί οι αιώνες. Υπήρχε εκεί ένας σεβάσμιος δρυς που οι πιστοί εστόλιζαν ευλαβικά τον κορμό του με κορδέλες, γιρλάντες και στίχους ευχαριστώντας την Θεά Δήμητρα για τις ευεργεσίες που τους είχε κάνει». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Εισέβαλλαν οι ασεβείς ναζωραίοι στην προγονική μας γη, και γκρέμισαν τους βωμούς, και έσφαξαν τους πιστούς και έκαψαν τα Ιερά Άλση. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Μα ο γιος του Τρώπα δεν έλεγε να παρατήσει το ανίερο τσεκούρι και διέταξε τους δούλους του να κόψουν εκείνο το δέντρο. Και σαν είδε πως έστεκαν δίβουλοι άρπαξε ο ίδιος το τσεκούρι και έτσι μίλησε ο κακούργος: δεν με νοιάζει αν τον έχει στην καρδιά της η Δήμητρα τον δρυ ή ο δρυς είναι η ίδια η Δήμητρα. Έτσι και αλλιώς θα πέσει στο χώμα η πράσινη κορφή του. Κι ο δρυς τραντάχτηκε και βόγκηξε και χλώμιασαν τα φύλλα, τα βαλανίδια και τα κλαδιά του. Και μόλις πέσανε οι πρώτες τσεκουριές και πετάχτηκαν δώθε και εκείθε τα κομμάτια της φλούδας έτρεξε ποτάμι το αίμα από τις πληγές του». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Και είδαν οι ναζωραίοι την ομορφιά και τον πλούτο της θεοθρέμμονος γης μας, και βάλθηκαν να την ερημώσουν και να την απογυμνώσουν από τον πλούτο της. Και έτσι μίλησαν οι κακούργοι: «Διατάζουμε όσα Ιερά και Ναοί βρίσκονται άθικτα να καταστραφούν». Και πλημμύρισε η γη με θανατικό και πόλεμο μακρύ. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Μόνο ένας δούλος δεν δείλιασε και άρπαξε το ανόσιο χέρι για να εμποδίσει την ιερόσυλη πράξη. Τότε ο Ερυσίχθων είπε στον δούλο, «τώρα θα πάρεις άξια πληρωμή για τον ευλαβικό σου ζήλο», και του έκοψε το κεφάλι. Ύστερα βάλθηκε με λύσσα να καταφέρνει τσεκουριές στον δρυ. Σε μια στιγμή ακούστηκε από την κουφάλα φωνή που έλεγε, «είμαι Νύμφη, αγαπημένη της Δήμητρος και ο δρυς που κόβεις ήταν άσυλό μου. Τρέμε γιατί η φωνή μου παθαίνοντας προλέγει βαριά ποινή για το κακούργημά σου. Η τιμωρία σου δεν θα αργήσει και ο θάνατός σου θα είναι παρηγοριά για μένα διότι με αυτόν θα πληρώσεις τον δικό μου θάνατο». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Και μερικοί από αυτούς μετανοήσανε και μπήκαν μπροστά, το κακό αυτό να σταματήσουν. Όμως οι ναζωραίοι τους είπαν, τώρα θα πληρωθείτε τον μισθό της απιστίας σας, και τους έριξαν στην φωτιά. Οι βέβηλοι δεν άκουσαν τις φωνές των Μάντεων και των Προφητών, αγνόησαν τα σημεία των Θεών. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Και έπεσε ο δρυς και συνέτριψε από κάτω του το μισό δάσος. Και οι Δρυάδες είδαν την προσβολή του δάσους σαν δική τους προσβολή και φόρεσαν πένθιμα ρούχα και πήγαν στην Θεά να την παρακαλέσουν να τιμωρήσει σκληρά τον Ερυσίχθονα. Και η Θεά εισάκουσε την παράκλησή τους και καθώς κατένευσε με την θεία κεφαλή Της, τρεμούλιασαν τα αυλάκια με τις πλούσιες σοδειές. Και η Θεά σοφίστηκε τρομερό μαρτύριο στον κακούργο τόσο που ήταν να τον λυπάσαι αν ταιριάζει η λύπηση για τους κακούργους. Ώρισε να τον βασανίζει μεγάλη πείνα». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Και γκρέμισαν οι ναζωραίοι τον Ελληνικό Κόσμο και βυσσοδόμησαν πάνω του. Και έπεσε νύχτα βαθιά και παγερή στην γη μας. Και προσευχήθηκαν όλοι οι υπόδουλοι λαοί ο καθένας στην γλώσσα του στην Θεά και ζήτησαν την τιμωρία των ναζωραίων. Και η Θεά εισάκουσε τις προσευχές τους και καθώς κατένευσε με την θεία κεφαλή Της άρχισε να σείεται η γη και τα νερά στερέψαν. Ώρισε να βασανίζει τους ναζωραίους μεγάλη πείνα. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Ένας ανεμοστρόβιλος φέρνει την πείνα στο παλάτι του Ερυσίχθονος και την απιθώνει στο κατώφλι. Η πείνα μπαίνει μέσα και πάει ίσα στο κρεβάτι του, τον σκεπάζει με τα φτερά της και φυσάει το τρισφαρμακωμένο χνώτο της μέσα στα σωθικά του φυτεύοντας την λιγούρα. Και αφού ξεπλήρωσε την διαταγή της Δήμητρος έφυγε από το παλάτι της αφθονίας και γύρισε στην ερημιά, στο στέρφο της σπήλαιο. Και ξεγελιέται αυτός από ένα όνειρο και ζητάει να φάει και το στόμα του ανοίγει και κλείνει ασταμάτητα και καταπίνει αέρα μασώντας το τίποτα». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Και ένας πόλεμος έφερε την πείνα στα μέγαρα των ναζωραίων. Και μπήκε μέσα στις ψυχές και στα όνειρά τους. Και δεν έβλεπαν άλλο παρά υλικά αγαθά και δύναμη μεγάλη. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Ξυπνώντας ο Ερυσίχθων ένοιωσε την πείνα να του ξεσκίζει τα σωθικά και δίνει διαταγή να αδειάσουν την γη, την θάλασσα και τον αέρα για να βρουν ότι φαγώσιμο μπορούν και να το φέρουν μπροστά του. Και ενώ είχε πλήθος αγαθά και περίσσιες τροφές αυτός παραπονιόταν και έλεγε πως δεν χορταίνει». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Και οι ναζωραίοι ένοιωσαν την πείνα να τους καίει τις ψυχές, και διέταξαν τους υπηρέτες τους να δουλεύουν σαν σκυλιά να τους φέρουν πλούτο και δύναμη. Και παρ’ όλο που είχαν αρπάξει περίσσια δύναμη από τους λαούς των Θεών παραπονιόντουσαν πως δεν ήταν αρκετή». Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Και φόρτωναν οι υπηρέτες με ξέχειλες πιατέλες, αλλά ότι θα έφτανε να θρέψει πολιτείες δεν του έφτανε να χορτάσει την πείνα του. Δεν πρόφτανε να παραχώσει το κρέας μέσα στο στόμα του και ζητούσε κι άλλο κρέας». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Και μάζευαν κέρδη οι ναζωραίοι που έφταναν να πλουτίσουν μυριάδες πλήθη, και δεν τους αρκούσαν για να ηρεμήσει το πάθος τους. Και αντάλλασσαν όλα τα αγαθά για να βγάλουν ένα κέρδος, που δεν ήταν ποτέ αρκετό. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Στα βάθη της κοιλιάς του Ερυσίχθονος που τον βασάνιζε η πείνα χάθηκε η πατρική του κληρονομιά χωρίς να καταφέρει, ω άγρια πείνα, ούτε την βουκέντρα σου να ξεφύγει, ούτε την φωτιά που έκαιγε το στόμα του να σβήσει». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Το πάθος των ναζωραίων ρήμαξε την πατρική γη και πτωχεύσαν οι λαοί χωρίς να παύσει το άσβεστό τους πάθος. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Και αφού καταβρόχθισε όλα του τα πλούτη, δεν του έμεινε παρά μια κόρη μόνο, που της άξιζε καλύτερος πατέρας, αλλά μέσα στην απόγνωσή του την πούλησε και αυτή». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Και αφού συνέλεξαν όλα τα πλούτη ο ένας του άλλου, μέχρι που αυτά ήταν στα χέρια λίγων, δεν μπορούσαν να κάνουν άλλες ανταλλαγές γιατί κανείς δεν είχε πια χρήμα να αγοράσει, ούτε τίποτε δικό του να πουλήσει. Έτσι οι ναζωραίοι αγόραζαν και πουλούσαν τα παιδιά τους. Εμπορευόντουσαν την σάρκα τους και μετά τα όργανά τους. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Μα η κόρη του η Μήστρα επικαλέστηκε τον Θεό της θαλάσσης που κάποτε τον είχε αγαπήσει. Και αυτός για να την γλιτώσει από την σκλαβιά την μεταμόρφωσε διαδοχικώς σε γέροντα, αλιέα, φοράδα, δαμάλι και σε ελάφι». Και εκπληρώθηκε η γραφή: Διότι οι λαοί που ήταν κάποτε ευσεβείς στους Θεούς, προσευχηθήκανε για να γλιτώσουν από την σκλαβιά των ναζωραίων. Και οι Θεοί τους λυπήθηκαν επειδή κάποτε τους ήταν πιστοί. Έστειλαν ασθένειες και αφροδίσια στους ναζωραίους για να μην μπορούν να εμπορευτούν. Είπε ο προφήτης Οβίδιος: «Και ο Ερυσίχθων μη μπορώντας να κορέσει την πείνα του, τελικά καταβρόχθισε τα ίδια του τα μέλη». Θα πληρωθεί και αυτή η γραφή: Και οι ναζωραίοι μη μπορώντας να κορέσουν το πάθος τους για πλούτο και δύναμη αφού τον είχαν μαζέψει όλο, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο και αλληλοσπαράχθηκαν. Οι Θεοί απέστρεψαν το βλέμμα από τους ναζωραίους. Τους αρνήθηκαν το έλεος.
Μεγιστίας-Δωδωναίος Ιεροφάντης 1η Ισταμένου μηνός Ποσειδεώνος, έτους 2780 μετά πρώτην Ολυμπιάδα
|
|||||
|