:: ::

 
 
 

 

Ωδή στους Έλληνες - Τους Μαρτυρήσαντες εις Σκυθόπολιν -το μέγα χριστιανικόν σφαγείον

 

 Μπήκα στού Όφεως την Φωλιά,

Μεσ’ στής Ερήμου την Φωτιά,

Στού Υβριστή Θεού και Ηγέτη

την καρδιά, πού ο Δόλος ατιμάζει!

 

Και οι Τάφοι εκεί στα Σκοτεινά-

που Ήλιος ποτέ δεν ανατέλλει!

Αμπαρωμένοι σφαλιστά

στις Πύρινες Γλώσσες του Φονιά,

Λίθοι μουγκοί

Κυκλώπεια Σκαλιά,

Κάτω οδηγούν,

Στής γής τά άγια Άδυτα!

Σιωπή Δακρύων οι Τάφοι Κολοσσοί,

Φαντάσματα Αμυδρά μέσα, Ωκεανοί!


Με το Σπαθί ζωσμένο από την μια, Δριμύ!

Την Δάδα του Απόλλωνα από την άλλη, Επταπτυχή!

Τον Ήλιο Σφράγισμα μεσ’ στην Ψυχή,

και, Τύμπανο Κορύβαντος Πολεμιστή - φύλακα πάνω στην καρδιά,

Ψάχνω μεσ’ στα μπαούλα του Φονιά,

να βρώ του Γένους την Φωτιά - Δάδα Προμήθεια,

Κειμήλια Ελλήνων Ιερά,

Κλειδιά Χαμένα!


Πίνω της Λήθης τ’ Αλμυρά Νερά-

Δάκρυα Αιώνων Σκοτεινών,

στό Αίμα των Ελλήνων Σφραγισμένους-

Και Βρίσκω εκεί θαμμένα τά Κλειδιά,

μέσ’ στα Βιβλία τά Παλαιά-

Τόμους Χρυσούς!

Στήν Μούχλα σκεπασμένους!

 

Βιβλία σωροί,

Σωροί πολλοί στίς Στάχτες Σωριασμένοι-

Βορά σκωλήκων, Στίχοι Ιεροί,

στα Μοναστήρια Αμπαρωμένοι!

Των Μοναχών Θεάρεστη Ποινή-

μέσ’ στα Πυρά Χαμένες-

Αόρατες Βαθιές Πληγές

Απειράριθμες Αθάνατες Φωνές,

Στοίβες ανάριθμων βιβλίων πιά Καμμένες,

από τις Δειλές Καρδιές,

Ανθρωποκτόνα Πρόβατα-

Αλλότριες ψυχές,

εις του Δαβίδ τον Οίκο Γεννημένες,

στού Ιορδάνη τά Νερά και στής Ερήμου την Φωτιά,

στον Φθόνο και στο Μίσος Βαφτισμένες!


Με ραγισμένη την καρδιά,

μάτια με δάκρυα, ματωμένα,

Τά παίρνω, ένα, ένα, Τρυφερά,

απ’ την φθορά πού εκάθονταν

Αιώνες Ξεχασμένα,

Βιβλία Πληγές,

Βιβλία του Γένους Ρημαγμένα,

Αξέχαστες Ελληνικές Ψυχές,

Βιβλία Αγαπημένα!

Στα δάχτυλά μου Επτάχρυσες Χορδές!

Στα μάτια μου Ομηρικές Αυγές!


Κάθε γραμμή πού εδιάβαζα,

άνοιγε κι’ ένας Τάφος,

και μέσα του έβλεπα Εμέ!

Σώμα χωρίς την Κεφαλή,

Αρχαίο Ναό χωρίς Σκεπή!

Σώμα Ακρωτηριασμένο,

τ’ Απόλλωνα Κίονα Κομματιασμένο,

Άγαλμα Θεϊκό, Σπασμένο,

Δωδώνης Σύμβολο Θρυμματισμένο!

Σώμα Γδαρμένο Ελεεινά,

Βασάνων Μνήμα Βιασμένο,

Ξεγύμνωτος Βωμός - Παρθένα Ιερά!

Όλα, μά όλα,

Ερήμου Βλαστημιά!

Παιδιά, Παιδιά, πολλά Παιδιά,

Γυαλιά Σπασμένα,

Αγνοί Καρποί – Λαμπάδες των Ιερών!

Άνθη, στην Έρημο του Μωϋσή Καμμένα,

του Σύμπαντος Αγέλαστα Παιδιά-

Ελλήνων Παίδες Όμορφοι,

Αστέρια Παγωμένα!


Πλήθη Γονιών - Ανδρών Καλών και Γυναικών Σωφρόνων,

Ήλιοι κι’ αυτοί Θρυμματισμένοι,

στο μέτωπό τους

Βλήμα ο Άθεος Σταυρός,

Τάματα όλοι τους εις της Ερήμου την Οργή,

Εις την Αγάπη του Σωτήρος Καταδικασμένοι.

 

Στους Κόκκινους τους Ποταμούς,

το Αίμα τους Χύνεται Σπονδή,

Καννίβαλος Θεός τους, Χρηστεύων να το Πιεί,

Αγνός Βρωτός, Βεβήλων Ορνέων Σφαγή,

Έρημα τά Πανάρχαια Ελλήνων τά Τεμένη!

 

Έτρεμες σαν λαφίνα

στα βάθη μου, Ψυχή,

Μικρή Αυγή, στο έλεος του θηρευτή σου -θύμα

Παρθένα Αρτέμιδα - Αθώα Ορμή!



Και οι κραυγές σου - Γίγαντες Λυγμοί - Τιτάνιες Βροντές,

του Παλλομένου Αιθέρος ετάραξαν την Σιγήν-

του Σύμπαντος τήν Παμμήτειρα - Αθάνατη Ευρυνόμη!

Ξεσκίσθηκαν τά Λοίσθια, της Λήθης τά δεσμά,

Ιμάτια Πορφυρά!

Ανοίγοντας Ολύμπια Πληγή

κατάκαρδα, στού Σύμπαντος την Αύρα - Θεία Μνήμη,

Ψυχή μου, έρ’μη Μνημοσύνη!

Και Δόνησαν την Άρρητη Αρχή,

να’ ρθεί Ασπίδα σου - Φώς Ιλαρόν-

η Νέμεση Θεά - Σφοδρά Δικαιοσύνη!


Κατέβαινα, κατέβαινα,

βαθύτερα στα έγκατα της Γής,

μορφή χλωμή,

Έρημη Ύπαρξη και Βιασμένη,

σαν λυγαριά σπασμένη.


Και κάτω εκεί,

στά Άδυτα της Γής

όπου του Ηφαίστου η Φωτιά - Καβείρια Βροχή

Τιτάνα Φοβερή - Μάτι Αιώνια Ανοιχτό,

Όνειρο Τρομερό πάνω Στην Ώρα γνέθει…

της Καταιγίδας Κεραυνό,

του Ήλιου Όραμα κρυφό,

του Απόλλωνος Βέλος Χολό

Σφοδρός Ιός Ώναξ Νεκρή,

Κάτω να πέσει!

Η αμαρτία του Φονιά-Σιών-

Ελεεινή τροφή - σκυλόψωμο,

στον Τάρταρο την Άρπυια

να Θρέψει!

Έλληνας Γηγενής Ελεύθερος-

το Φώς στη Γή πάλι Να Επιστρέψει!


Εκεί!

πού οι Τάφοι τέλειωναν,

άκουσα μια Φωνή,

Βαρεία Φωνή, και Θλιβερή,

της Γαίας Θεάς Ηφαίστεια Βοή:

«Ψυχή πού έζησες αιώνιες ζωές!

στους δρόμους των Δακρύων,

των Διώξεων,

των Βασανιστηρίων!


Παιδί μου! Σπλάχνο μου!

Στον δρόμο των δακρύων,

Πάλι γιατί Βάδισες;

Τους Τάφους Διώξεων και Βασανιστηρίων

γιατί Άνοιξες;

Ω! Τι ζητάς εδώ Αέναη ψυχή,

μέσα στα Σπλάχνα μου τά Αιματοκυλισμένα;

Ω! Τρισκαταραμένη Εγώ - Μήτηρ Θεά,

για πάντα να Θρηνώ

τά Ηλιόθρεφτα Παιδιά μου τά Χαμένα!

Στους Κόρφους μου Πληγές αιώνια να Κρατώ,

Ψυχές Αμέτρητες, Ψυχές Αδικημένες,

Μην έχοντας της Λήθης το Νερό,

καημός μου Αμάραντος, να τις παρηγορώ!


Ω! Τι ζητάς εδώ Αέναη Ψυχή,

Κόρη της Δήμητρας, Παρθένε,

όπου θρηνούν ωσάν και σε,

Αδελφικές ψυχές, Αμέτρητες, Αδικημένες.


Γυρεύεις Τι! Αέναη Ψυχή,

Σαν Περσεφόνη έρχεσαι, χλωμή μορφή,

Της Δήμητρας Θεάς, Κόρη Σεμνή,

Γυρεύεις Τι;»

 

Της μίλησα με αναφιλητά:

«Πνοή Σου είμαι,

Γαία Θεά -Παμμήτειρα Δημιουργέ Γλυκιά,

Τέκνον Ελλήνων Ειμί το Αρχαίον!

Στο Φώς ζητώ πάλι να δώ,

Μήτηρ Γονή, Ιέρεια, και Αδελφή,

Μνηστήρα, Δάσκαλο και Ιερέα,

Το Γένος των Ελλήνων Σού Ζητώ,

Της Λήθης σού έφερα νερό!

Μητρίδα Γαία!»


«Ανέβα Αέναη Ψυχή,

Τον Γολγοθά πού σ’ έφερε εδώ κάτω,

Ανέβα πάλι, μην αργείς!

Να! Πάρε Ασπίδα την Φωτιά - Ηφαίστειο της Θεϊκής μου Οργής,

που Καίει στα Σωθικά μου,

Πάρε για Δόρυ τον Σεισμό - Ακόντιο Δριμύ,

στην Αχανή Ματιά μου,

Πάρε για Δύναμη τους Χτύπους της Καρδιάς μου,

όπου Δονεί Αέναη η δική μου Αρχή,

Πάρε τά Δάκρυα μου, πού Θάλασσες γίνονται Ζωής!

Αθάνατο Νερό να πιείς!

 

Ελλήνων Θρέμμα, Γενναία Ατρόμητη Μορφή!

Σαν Λέαινα πήγαινε στην Μάχη να ριχτείς!

Στού Έλληνα τον Γολγοθά,

τον Οφιώδη Υβριστή, για Πόλεμο έτοιμο θα βρείς!

Μόνη εσύ, του Σύμπαντος Ορμή!

Πολλοί αυτοί σ’ ένα Κορμί!

Κοίτα μ’ ορθάνοιχτη Ψυχή-

Φάρος στα μάτια σου η Μνημοσύνη!

Εκεί, στο Σκότος του Φονιά,

το Γένος των Ελλήνων, πού ζητάς, θα βρείς!»


Φωτιά Σφοδρή άναψε μεσ’ στην Καρδιά,

Την Γαία φίλησα γλυκά,

κι’ ανέβηκα τον Γολγοθά,

Άφοβη Λέαινα,

μέσα στού Όφεως την Φωλιά.

 

Και ξάφνου, στο Σκότος το Βαθύ,

στών Τάφων μέσα την Σιγή

Σάλεμα άκουσα ελαφρύ!

Σαν ήλιος Έλαμψε η Θεία Μνημοσύνη-

μια οπτασία Αίνιγμα,

κατάκαρδα γροθιά,

πού ετάραξε τά στήθη μου βαθιά!


Καθώς μπροστά μου εκεί,

Μέσα στού Λάκκου το βαθύ

Γρανίτη μαύρο και υγρό,

Χώμα χωρίς χορτάρι,

Γέροι πανάρχαιοι εστέκοντο,

Δώδεκα, το πολύ,

Αδύναμη Πνοή Ηρωική,

ο είς δίπλα στον άλλον,

μά πουθενά μήτηρ γυνή!

Της Σίβυλλας Κραυγή κάθε Ψυχή!


Αιώνιοι στα Γηρατειά,

Στήθη ταλαίπωρα και μαραμένα,

Χωρίς Φωνή!

Κοιτώντας με

Με Μάτια πονεμένα!

Μάτια, βαθειά στις κόγχες τραβηγμένα,

Κάτω από γυάλινα νερά - Δάκρυα Αιώνων

ξεχασμένα!

Ήλιοι Θολοί στής Νύχτας τ’ Άπειρο,

Όνειρα Παγωμένα!



Και μπρός στα Στήθη τους Γυμνά,

από το Γήρας ξεραμμένα,

κοντά εις την καρδιά

καθείς κρατούσε Νεογνό,

σε άσπρη πάνα τυλιγμένο,

Άστρο Αγνό,

Όνειρο Φαεινό, και Αραχνιασμένο!

 

Και τά μωρά ησυχάζανε,

σαν Ήλιοι σε Δεσμά,

και μήτε σάλευαν αυτά,

μήτε οι Γέροντες πού τά κρατούσαν,

Και όλοι τους με Κοίταζαν,

σαν κάτι να Ζητούσαν!

Οι Γέρικοι Οφθαλμοί,

Σαν Σίβυλλες Πληγές,

λές και Πενθηφορούσαν!


Και είδα μεσ’ στα Μάτια τους τά Τεθλιμμένα

εσέ Πατρίδα μου Γλυκιά,

Εσένα Έρημη Ελλήνων Γενεά-

Μήτηρ Γονή, Ιέρεια, και Αδελφή,

Μνηστήρα, Δάσκαλο, και Ιερέα-

το Γένος των Ελλήνων πού ζητούσα είχα βρεί,

και εννόησα την Μαρτυρία τους,

την Σιωπηλή …

Πώς, Λίγοι ήταν πιά Αυτοί,

Πρόγονοι Ξεχασμένοι!

Σβησμένη η Ιστορία τους,

και Περιγελασμένη!

Το Φώς πού τους Εγέννησε,

Σπίθα σχεδόν Σβησμένη!

Ελλάδα μου, Πατρίδα μου

σε Θάνατο Ταγμένη!

Φωνή Βουβή

Προγόνων θήκες!

Πατρίδα Προδομένη!

Πόσο σ’ Αγαπώ!


Να αμυνθώ, Ορκίσθηκα!

Στην Άγια Μνημοσύνη!

Και στα Αιώνια Γηρατειά τους!

Τους Νόμους τους Πανάρχαιους,

την Αίγλη, τήν Φωτιά τους!

Και στα μικρά πού λούφαζαν

στα στήθη τά γυμνά τους,

στα Βρέφη τα Αγέννητα!

Την Μέλλουσα Γενιά τους!


Ορκίσθηκα! Να Αμυνθώ Αυτών,

«…νέων τε πατρώων έθη,

θήκας τε προγόνων-

Νυν υπέρ πάντων ο αγών !»

 

Μπήκε Γλιστρώντας ξαφνικά

στα μέσα τότε της Σπηλιάς,

ωσάν Σκιά κι’ Ανθρώπινη Μορφή

Ντυμένος εις στα Μαύρα,

Φθόνος, Βρυχώμενος,

ο Όφις Υβριστής - ο Βέβηλος Φονιάς!


Παίρνω Ασπίδα την Φωτιά - Ηφαίστειο της Γαίας!

Παίρνω το Δόρυ το μακρύ - Σεισμό της Γής Δριμύ!

Παίρνω τους Χτύπους της Καρδιάς της-

την Παντοδύναμη Κραυγή!

και αφ’ έλουσα την κεφαλή

στα Δάκρυά της-

Θάλασσα Αλμυρή-

Αθάνατη Ζωή!

Σαν Λέαινα Όρμησα στην Μάχη την Σκληρή,

Το Γένος των Ελλήνων ν’ Αμυνθώ!

Ελλάδα μου Πατρίδα μου,

Εσέ να ξαναδώ,

Γένος Πανέμορφο, Θεών Καμάρι!

Ήλιο Λαμπρό και Πάλι!

Ελλάδα μου Πατρίδα μου!

Πόσο σ’ Αγαπώ!


Ανάποδα εγύρισε ο Ντουνιάς!

Στου Ήλιου τ’ Όραμα Κρυφό-

τ’ Αστέρια Σπεύσανε Κάτω να ’ρθούνε,

στην Μάχη Σύμπαντος Πολεμιστές να μπούνε,

Μάρτυρες όλοι, Δίκες, κι Οπλαρχηγοί!

Η Καταιγίδα Κεραυνός, Πίσω στην Γή!

 

Και η Γαία - Τιτάνα Φοβερή - Μάτι Αιώνια Ανοιχτό,

Διάπλατα Άνοιξε τά Σωθικά της,

και του Ηφαίστου η Φωτιά - Καβείρια Βροχή-

Από τά Άδυτα της Γής

Έμπηξε μέσα στην Σπηλιά,

σαν Μούγκρισμα… Βρασμός, Φωτιά!


Και ήτανε η Μάχη Τρομερή,

Οι Κάβειροι στο πλάι μου,

κι ο Ήλιος, κι η Βροντή!

Ουράνιοι Οδηγοί!


Με το Σπαθί Δριμύ,

Πληγές του άνοιγα του Υβριστή,

Πολλές, κι επανωτές,

και Μάτωνε μαζί μ’ αυτόν

και το δικό μου το Κορμί!

Το αίμα μου έρρεε πάνω στην Γή,

και μάτωναν τά σωθικά της,

κι Έσειε Αυτή με Τρομερή Οργή,

Φωτιά μου ανάβοντας μεσ’ στην Ψυχή,

κι’ εγώ Δυνάμωνα τήν Τρομερή Κραυγή,

και ορμούσα πάλι, Λέαινα Φοβερή,

κι’ άνοιγα κι’ άλλη,

κι ακόμα άλλη,

πολλές πληγές,

στον Βέβηλο Υβριστή!

 

Κι’ απ’ το Δικό μου το Σπαθί

Θυσία γινόμουν Ιερή!

Το αίμα μου λιγόστευε μέσ’ στο κορμί,

βωμός ιερός, απ’ τις λαβές τεμαχισμένος,

κι ο Χρόνος Έκρυψε τά Μάτια του να μην ιδεί,

καθώς πλησίαζε ο Θάνατος Λυπημένος

να πάρει Άθελος την Τελευταία μου Πνοή.

 

Με τρέμουλα Αργή Φωνή,

Θανάσιμα πληγωμένη,

μέ Λαβωμένη την Καρδιά

στο Αίμα μου λουσμένη,

καί την Ψυχή δεμένη σφαλιστά,

Πλοίο στο Στόμα μου Αραγμένη,

στα δόντια μου Αιχμάλωτη,

της μάχης μου Όμηρος, Παγιδευμένη,

Ικέτις Δακρυσμένη

τους είπα δίχως δισταγμό

με Πείσμα Αγέρωχο κι Επιμονή!

«Ω! Χρόνε Γηραιέ,

Ω Θάνατε Αδελφέ,

η μάχη αυτή δεν τέλειωσε,

Σιγάσετε εσείς γιά μια Στιγμή!»

 

Και έσπευσε η Κλωθώ,

Μοίρα Αήττητη, αυτούς νά Συμβουλέψει-

Της Άρρητης Αρχής Τόν Νόμο της τον Άγραφο

να Επαληθεύσει,

το Νήμα που’ χε γνέσει Αυτή-

το Νήμα της ζωής μου ακόμα να Μην Κόψει,

Η Μάχη αυτή νά τελειώσει!

 

Κι ο Χρόνος - τού Ουρανού η Αρχαία Μορφή-

Σταμάτησε για Μια Στιγμή!

Ο Δίκαιος Θάνατος ο Λυπηρός

κι αυτός Σταμάτησε μαζί του!

Έτσι όρισε η Μοίρα η Κλωθώ,

κι δυό Να Μυηθούν!

Της Μοίρας Λάχεσις το Πεπρωμένο-

Έργο Ιερό Αυτοί Να Δούν!

 

Παίρνω τό Δόρυ το μακρύ - Σεισμό της Γής Δριμύ!

Παίρνω τους Χτύπους της Καρδιάς της-

την Παντοδύναμη Κραυγή!

Παίρνω του Ηφαίστου την Φωτιά,

Αιώνιον Θείον Πύρ!

Καί μ’ όλη μου την Δύναμη-

Καβείρια Οπτασία Τρομερή-

στρέφω το Βλέμμα μου Καυτό,

εκείθεν προς τον Υβριστή!

 

Εκάς Βέβηλε! Εκάς!

Εφώναξα με Ορμή!

Και τον Σημάδεψα Βλήμα Μοιραίο,

πάνω στην Κεφαλή,

με του Απόλλωνος Βέλος Χολό,

Κεραυνοβόλο, Φωτεινό,

Σφοδρός Ιός Ώναξ Νεκρή,

Κάτω να Πέσει,

της Ερινύας θήραμα,

εις τού Ταρτάρου τά Έγκατα

η Άτροπος Να Στρέψει

την Αμαρτία του Φονιά-Σιών-

σκυλόψωμο - ελεεινή τροφή

την Άρπυια να θρέψει!

 

Και Στρίγγλισε Ο Βέβηλος Φονιάς

με του θανάτου την Στερνή Φωνή,

Έρμαιο πιά της Θείας Δίκης,:

«Και άλλοι έρχονται πολλοί ωσάν εμένα,

πιο Ισχυροί! Κοίτα, είναι εδώ!

Δεν θα ξεφύγεις απ’ αυτούς,

όπως εξέφυγες από εμένα!»

και έπειτα Βούλιαξε,

Χάθηκε Μέσα στόν Τάρταρο,

Ολόμαυρη Πηχτή Ροή

Σκιά - σαπίλα, στά Άδυτα της Γής

όπου του Ηφαίστου η Φωτιά - Καβείρια Βροχή-

Τιτάνα Φοβερή - Μάτι αιώνια ανοιχτό,

Όνειρο Τρομερό πάνω Στην Ώρα γνέθει…

της Καταιγίδα Κεραυνό,

του Ήλιου Όραμα κρυφό,

του Απόλλωνος Βέλος Χολό!

Κάτω στο Έδαφος εγώ!

Σίβυλλα Πληγωμένη,

Πλημμύρα μεσ’ στο Αίμα!

Αδύναμη να σηκωθώ,

κοίταξα γύρω μου να δώ!

Μά ο Εχθρός πού μού’ λεγε ο Υβριστής

-Η Δόλια του Γενιά- δεν ήταν πουθενά!

Η Πάλη τέλειωσε Παντοτινά!

 

Κοίταξα προς τους Γέροντες - Αρχαίοι Πρόγονοί μου!

Και τά Λευκά τους Νεογνά- το Μέλλον μου Λαμπρό!

Ελλάδα μου Πατρίδα μου,

Πόσο σ’ Αγαπώ!

Για Σας Πολέμησα!

Για Σας Πονώ!

 

Και τους μιλώ ! Του Ήλιου τ’ Όραμα Κρυφό!

Πυθία πιά Ελεύθερη!

Επόπτης η Ψυχή μου!

Του Φοίβου του Απόλλωνα,

Τού Πύθιου τον Ύστατο Χρησμό:

«Έτσι είχε Ορκισθεί, ’πως πάντα Ορκίζεται,

του Ηφαίστου Η Φωτιά - Καβείρια Βροχή-

Τιτάνα Φοβερή - Μάτι Αιώνια Ανοιχτό,

πού Όνειρο Τρομερό πάνω Στην Ώρα Γνέθει…

της Καταιγίδας Κεραυνό,

του Ήλιου Όραμα κρυφό,

του Απόλλωνος Βέλος Χολό,

Κεραυνοβόλο, Αιχμηρό!»

 

Όρκος της Ευρυνόμης Ιερός!

Το Σύμπαν Μάρτυρας Καυτός!

 

Το Ύδωρ του Αβραάμ

Στείρα Πηγή -η Ύβρις- έχει γίνει!

Αιώνια Ξεραμένη!

Για Πάντα Έσβησε του Μωϋσή η Φωτιά,

Η Έρημος αυτού Χαμένη!

Η Μαύρη τους Ψυχή-

Σιών -η Ύβρεως Γενεά

Στην Μοίρα Άτροπο Ταγμένη

Τά Μαύρα Λοίσθια έχει Πιεί!

Αιώνια Καταδικασμένη!


Επέθανε για πάντα ο Φονιάς!

Ελεύθερη η Γή, κι Ουρανός!

Της Νέας Ανθρώπινης Γενιάς

ο Δρόμος Καθαρός και Ευλογημένος!

Όρκος της Ευρυνόμης Ιερός!

Το Σύμπαν Μάρτυρας Καυτός!


Μέσα σε Σας θα Ξαναγεννηθώ,

και Σείς μέσα σε εμένα!

Έλληνες Γηγενείς

Ελεύθεροι Παντοτινά!

Το Γένος σας Θεϊκό

Εδώ και πάλι θα Επιστρέψει!

Το Φώς σας -Ίαση –

την Γή να ξαναθρέψει!

 

Ω! Γέροντα - Έλληνα Γόνε! -- Εσύ και πάλι η Ψυχή Μου!

Ω! Βρέφος Πάλλευκο Αγνό -- Εσύ το Νέο το Κορμί μου!»

 

Με Ομίχλη έλουσαν τά Μάτια μου, τά Δάκρυα της Γής-

τ’ Αθάνατο Νερό - πού Θάλασσες γίνονται Ζωής!

Η Νέμεση Θεά - Σφοδρά Δικαιοσύνη!

Ασπίδα μου - Φώς Ιλαρόν και Λυτρωτής!


Και έπειτα έπεσε μακρά Σιγή!

Σαν Όνειρο Γλυκό, ωσάν Στοργή!

Σύννεφο τύλιξε Φαεινό

απ’ άκρη σ’ άκρη όλην την Γή

Τής Λήθης πέπλο Τρυφερό!

Και’ η Γαία Χαμογέλαγε

Εγκυμονούσα με Ζωή!

Και γιόμιζε τον Ξάστερο Ουρανό,

με τίς κρυστάλλινες Φωνές της,

Κύμβαλα της Δωδώνης Ιερά,

Μειδίαμα του Ήλιου Φωτεινό!



 

Προμηθέα Πυθία

 

 


 
     
 

© Εκκλησία των Ελλήνων στο θρήσκευμα