|
|||||
|
|||||
:: :: |
|||||
|
|||||
Έτσι θα σε θυμάμαι Ερμοκράτη
Αυτά τα λίγα λόγια δεν είναι ο επικήδειος, ούτε το μνημόσυνό σου φίλε Ερμοκράτη. Δεν θα ακούσεις εγκώμια και επαίνους. Άλλωστε δεν τα χρειάστηκες εν ζωή, τί να τα κάνεις τώρα; Ούτε τα δάκρυά μας θέλεις που σε χάσαμε τόσο ξαφνικά. Επέλεξες τον δίκαιο αγώνα παραμελώντας την φροντίδα της υγείας σου. Μυστικά έφυγες, σε κανένα δεν είπες τον πόνο σου, μέσα σου τον κράτησες, γιατί όπως συνήθιζες πήρες πάνω σου την ευθύνη. Στιγμές είναι η ζωή μας, για αυτές ζούμε, αυτές ονομάζουμε ζωή. Στιγμές χαράς, ευφορίας, θριάμβου, ικανοποιήσεως, είναι η συλλογή της ψυχής που περνά από αυτόν τον βίο. Αυτές πήρες μαζί σου φίλε. Μια τέτοια στιγμή σου που ζήσαμε μαζί θα μοιράσω σε αυτούς που σε γνωρίσανε. Ήταν η πρώτη φορά που μας τίμησες με επίσκεψη στο σπίτι μας και μοιράστηκες το κέφι και την ευγένειά σου μαζί μας. Είχε τελειώσει η ιεροπραξία στον Διόνυσο, και ήμασταν γεμάτοι από χαρά, όνειρα και κόκκινο κρασί. Η Ουρανία, η Gilda από την Ιταλία, η σύζυγός μου, που από τότε την κέρδισες ολόψυχα και γίνατε φίλοι, μιλούσαμε ώρες για την Θρησκεία και τους Θεούς μας. Ήταν απόγευμα όταν ρωτούσες για το σπήλαιο του Πανός, και σου περιέγραφα όλη την διαδρομή με κάθε λεπτομέρεια. Η καρδιά σου όμοια νεαρού εφήβου σκίρτησε. Ήθελες τόσο πολύ να πας. Δεν μας πήρε πολύ να ξεπεράσουμε τις αρνήσεις και τους δισταγμούς που φέρνανε οι κοπέλες και σε λίγα λεπτά οδηγούσαμε με κατεύθυνση στην Πάρνηθα. Σε λίγα λεπτά κοιτούσαμε τον ήλιο που έβαινε προς την δύση, για να υπολογίσουμε τον χρόνο που μας έμενε. Όταν φτάσαμε στην κορυφή πήρες τιμόνι να οδηγήσεις, αφού η μέθη του κρασιού είχε αρχίσει να με καταλαμβάνει. Κι όμως εσύ δεν κράτησες για τον εαυτό σου την σύνεση που έδειξες οδηγώντας σε άγνωστους γκρεμούς, για να μας προστατεύσεις όλους από κάποιο ατύχημα. Φτάσαμε στο ποτάμι πριν δύσει ο ήλιος. Έκανε ψύχρα και οι κοπέλες προσπαθούσαν να μας αποτρέψουν. Στο τέλος μας περιπαίζανε που φερόμασταν σαν μικρά παιδιά, που λυσσούσαν για περιπέτεια. Θυμάσαι φίλε; Κοιτούσαμε την πορεία του ήλιου που έδυε και δίναμε μάχη με τον χρόνο να φτάσουμε στην σπηλιά. Δεν άλλαξες γνώμη. Πήρες το ποτάμι, και άρχισες να σκαρφαλώνεις βράχους, να πηδάς από τον ένα στο άλλο, να τσαλαβουτάς στα νερά και από πίσω σε κυνηγούσα εγώ. Έβρισκες καινούρια μονοπάτια, γυρνούσαμε πίσω και πάλι από την αρχή. Σε λίγο με τα κρύα νερά μέχρι την μέση, γλιστρούσαμε σε μικρούς χειμάρρους. Ο ήλιος έπεσε και το σκοτάδι μάς βρήκε στην κορυφή ενός βράχου απ’ όπου δεν μπορούσαμε να κατεβούμε, κοιτώντας με λύπη προς την πλευρά του σπηλαίου που δεν ήτανε γραφτό να δούμε μαζί. Δεν βλέπαμε τίποτε πια στο φαράγγι, και είχαμε χάσει και το ποτάμι ανάμεσα σε πελώριους σκοτεινούς βράχους. Όμως θυμάσαι φίλε τρέχαμε μέσα στο σκοτάδι; Τα κλαδιά κτυπούσαν τα γυμνά μέρη του σώματός μας και εμείς λέγαμε αστεία. Λίγο μετά ακούσαμε τις κοπέλες που η φιλόθεη μανία μάς είχε παρατήσει μόνες στο βουνό, να φωνάζουν τα ονόματά μας. Έτσι βρήκαμε τον δρόμο της επιστροφής. Μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο και δεν σταματούσες να περιγράφεις την διαδρομή μέχρι που δύο τεράστιοι τάρανδοι φωτίστηκαν από τους προβολείς του αυτοκινήτου. Μέσα στην κατασκότεινη νύκτα βγήκαμε όλοι έξω να τους παρακολουθήσουμε να χάνωνται στις συστάδες των δένδρων, περιμένοντας μήπως δούμε και άλλους. Σαν μικρά παιδιά γεμάτα ζωή γνωριστήκαμε εκείνη την νύκτα. Οι φωνές μας σαν στιγμιαίες φυσαλίδες αντηχούνε ακόμα στο δρόμο του δάσους, στο φαράγγι, και στο ποτάμι. Αυτήν την εικόνα σου κρατούσα μέσα μου καθώς κοιτούσα το νεκρό σου σώμα. Στο ποτάμι, στο σκοτεινό φαράγγι, βρεγμένο να σκαρφαλώνεις τον βράχο και να μου δίνεις οδηγίες. Θα σε θυμάμαι ζωντανό, καθώς η ψυχή σου γυρνώντας στο δικό της αστέρι θα ξανάρθει καθαρμένη να φέρει ζωή σε ένα καινούριο σώμα. Να αγωνιστεί πάλι για τον Δίκαιο Σκοπό. Καλό ταξίδι Ερμοκράτη με οδηγό τον αγαπημένο σου Θεό.
Μεγιστίας 9η Λήγοντος μηνός Θαργηλιώνος, έτους 2782 μετά πρώτην Ολυμπιάδα
|
|||||
|